- ξενιτεία
- ξενῑτείᾱ , ξενιτείαliving abroadfem nom/voc/acc dualξενῑτείᾱ , ξενιτείαliving abroadfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξενιτειά — Ο ξένος τόπος, το να ζει κανείς σε ξένο τόπο. Την ξ., τα δημοτικά τραγούδια και τα νεότερα λαϊκά, τη θεωρούν βαρύτερη και από το θάνατο. Ο όρος προέρχεται από τη λόγια λέξη ξενιτεία. Υπάρχει άλλωστε και μεταβυζαντινό στιχούργημα περίπου 550… … Dictionary of Greek
ξενιτείᾳ — ξενῑτείᾱͅ , ξενιτεία living abroad fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενιτιά — και ξενιτειά, η (ΑΜ ξενιτεία, Α και ξεινιτεία) [ξενιτεύομαι] η διαμονή σε ξένη χώρα, μακριά από την πατρίδα, η αποδημία («ανάθεμά σε, ξενιτιά, μ όσα καλά κι αν έχεις», δημ. δίστιχο) νεοελλ. η ξένη χώρα, η αλλοδαπή, τα ξένα («την ξενιτιά, την… … Dictionary of Greek
ξενιτείας — ξενῑτείᾱς , ξενιτεία living abroad fem acc pl ξενῑτείᾱς , ξενιτεία living abroad fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Elefthería Arvanitáki — Saltar a navegación, búsqueda Elefthería Arvanitáki Información personal Nombre real Ελευθερία Αρβανιτάκη Nacimiento 16 de octubre de 1958 … Wikipedia Español
κερδαίνω — και κερδένω (ΑΜ κερδαίνω, Α ιων. τ. κερδανέω, Μ και κερδαίννω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, κερδίζω, ωφελούμαι (α. «εκέρδαισε τσι κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη», Ερωτόκρ. β. «κερδανεῑτε τὴν τῶν Οὐρανών Βασιλείαν», Μηναί. γ. «κερδήσαντες δὲ ἓξ τάλαντα» … Dictionary of Greek
ԱՍՊՆՋԱԿԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0316 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 11c, 13c գ. ξενιτεία որպէս ξενοδοχία hospitum receptio, peregrinatio Հիւրըիկալութիւն. ընդոնելութիւն, իմա՛ ընդունելն, եւ ընկալեալ լինելն. իջեւանս տալն, եւ իջեւանիլն. օտարընկալութիւն, եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ξενιτειῶν — ξενῑτειῶν , ξενιτεία living abroad fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενιτείαις — ξενῑτείαις , ξενιτεία living abroad fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενιτείαν — ξενῑτείᾱν , ξενιτεία living abroad fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)